- ανεπιστατος
- ἀνεπίστατοςἀν-επίστᾰτος2невнимательный, пренебрежительный или опрометчивый Polyb., Sext.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανεπίστατος — ἀνεπίστατος, ον (Α) απρόσεκτος, αδιάφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εφίστημι «κάνω κάποιον να προσέξει, τραβώ την προσοχή του»] … Dictionary of Greek
ἀνεπίστατος — inattentive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστάτως — ἀνεπίστατος inattentive adverbial ἀνεπίστατος inattentive masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίστατον — ἀνεπίστατος inattentive masc/fem acc sg ἀνεπίστατος inattentive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστάτου — ἀνεπίστατος inattentive masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστάτους — ἀνεπίστατος inattentive masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστάτων — ἀνεπίστατος inattentive masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίστατα — ἀνεπίστατος inattentive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)